- επιθόρνυμαι
- ἐπιθόρνυμαι (Α)εκσπερματίζω, οχεύω, βατεύω (συν. για άρρενα ζώα).[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + θόρνυμαι «ορμώ, πηδώ»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
επιθορώ — ἐπιθορῶ, όω (Α) εκσπερματίζω, βατεύω, ἐπιθόρνυμαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. τού ρ. επιθόρννμαι «βατεύω»] … Dictionary of Greek